- ποδαπός
- και ποταπός, -ή, -όν, Α(ερωτ. αντων.)1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ.β. «πόθεν ἐπλεύσατ', ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.)2. ποιας ποιότητας, τί είδους (α. «τί οὖν οὗτος ἔστι, κύων νὴ Δία... ποδαπός;», Δημοσθ. β.«ποδαπὸν τὸ δῶρον;», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τών ερωτηματικών αντωνυμιών (βλ. λ. πο-) + επίθημα -δαπός, το οποίο παραμένει δυσερμήνευτο (βλ. λ. αλλοδαπός). Ο τ. ποταπός κατ' επίδραση τών πότερος, πότε].
Dictionary of Greek. 2013.